« Το Ζωντανό Πεδίο στο δωμάτιο της θεραπείας » 2018

του Παύλου Κουτρουφίνη

Το κείμενο που ακολουθεί δεν ορίζει, δεν επιστημονικοποιεί, δεν απαντά με τρόπο βέβαιο, δεν έχει σκοπό την αποσαφήνιση, σαφώς προβληματίζει, αποτελώντας μέρος προβληματισμού. Διερευνά, σε περιορισμένο χώρο, τη φύση του πεδίου σε σχέση με την φαινομενολογία της αντιληπτικής εμπειρίας, σε σχέση με την διαδικασία της επαφής και της επίγνωσης. Σπέρνει μορφές,  τους σπόρους-ερωτήματα σε χωράφια οργωμένα, αφήνοντας το πεδίο να κάνει καλύτερα αυτό που ξέρει, αυτό δηλαδή που όλοι εμείς ποτέ δεν θα μάθουμε, να κινήσει τη ζωή στον σπόρο, όντας το ίδιο Ακίνητο*!

Εγώ είμαι στο Πεδίο και το Πεδίο είναι μέσα σε μένα

Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού στον Ιωάννη «Εγώ είμαι εν τω Πατρί, και τω Πατρί εν εμοί» δηλαδή, εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας μέσα σε μένα (κατά Ιωάννη κεφ.10 στίχος 30).

  • Επιστημολογία ή οντολογία;

Είναι το Πεδίο μια θεωρία; Είναι απλώς μία μέθοδος εξήγησης ή είναι κάτι υπαρκτό, μία «οντότητα»;

Ο Lewin περιέγραψε την θεωρία του πεδίου ως ένα σύστημα δυνάμεων, ωθήσεων και φραγμών : Η θεωρία του πεδίου χαρακτηρίζεται ίσως καλύτερα ως μέθοδος δηλαδή, μέθοδος ανάλυσης αιτιωδών σχέσεων και ανάπτυξης επιστημονικών διανοητικών συνθέσεων (Lewin, 1951, σ.45).

Οι Pelrs, Hefferline, Goodman (1951), παρότι δεν περιγράφουν μία θεωρία πεδίου, μιλάνε συνέχεια γι’ αυτό αναφερόμενοι διαρκώς στο πεδίο «οργανισμός- περιβάλλον» με τρόπο γνήσια οντολογικό, ως υπάρχον.

Ο Smuts πολύ πιο κοντά στο έργο των Pelrs, Hefferline, Goodman, που μιλάει διαρκώς για τον οργανισμό – περιβάλλον, λέει : Το Πεδίο είναι η πηγή της Μεγάλης Οικολογίας του σύμπαντος. Είναι το περιβάλλον, η Κοινωνία – ζωντανή, φιλική, εκπαιδευτική, δημιουργική – όλων των συνόλων και όλων των ψυχών. Δεν είναι απλώς σχήμα λόγου ή επινόηση της φαντασίας, αλλά η πραγματικότητα… (Smuts, 1926, σ.369)

Από το ενδιαφέρον άρθρο του Brian O’Neill  Σχετιστική κβαντική θεωρία πεδίου Gestalt Review, Vol 12 παραθέτω τα εξής:

 O Yontef (1993) υποστήριξε πως στη δεκαετία του 80 δεν υπήρχε αρκετή πειστική περιγραφή της θεωρίας του πεδίου και πως οι ενδιαφερόμενοι υιοθετούσαν την «πεδιο-θεωρητική» άποψη, μιλώντας περισσότερο για το διάλογο και τη φαινομενολογία και λέγοντας λίγα, αν όχι τίποτα, περί της ίδιας της θεωρίας του πεδίου. «Ειλικρινά νομίζω πως είμαι σαφέστερος όταν συζητώ περί φαινομενολογίας ή ψυχολογίας Gestalt, ακόμη και για θέματα της θεωρίας πεδίου, παρά όταν συζητώ άμεσα περί θεωρίας πεδίου. Έτσι, από μια καλή αίσθηση τακτικής, δειλίας οκνηρίας ή άγνοιας, διδάσκω συχνά φαινομενολογία και διάλογο και λιγότερο συχνά άμεσα θεωρία πεδίου».

Ο Joel Latner (1983), o Malcolm Parlett (1993,1997) και ο Gary Yontef αντέστρεψαν αυτή τη γενική πορεία πενιχρής συγγραφικής παραγωγής πάνω στη θεωρία του πεδίου. Ο Parlett (1993), ιδιαίτερα, παρουσιάζεται να συνηγορεί στο έργο του Kurt Lewin. Πρόσφατες εργασίες συγγραφέων όπως οι Zinker (1994), Wheeler ( 1991), Resnik (1995), Crocker (1999), Philippson (2002) και άλλοι έχουν φέρει τη θεωρία πεδίου πιο πολύ στο προσκήνιο της φιλολογίας μας. «Το να συζητάμε και να διαβάζουμε για τη θεωρία πεδίου και να την κατανοούμε, είναι πολύ δύσκολο, ίσως η δυσκολότερη πλευρά στη θεωρία της θεραπείας Gestalt για να ασχοληθούμε» Yontef (1993, σ.286). Ο Robine αναφέρει επίσης το μορφογενετικό πεδίο του Sherdrake,  σύμφωνα με το οποίο, ένα πεδίο δημιουργεί τη μορφή.

Και τώρα, ας δούμε πώς το αρχικό μας ερώτημα για τη φύση του πεδίου (ως επιστημολογία ή οντολογία), μπορούμε να το προσεγγίσουμε, με παράδειγμα το Πεδίο <Κοινότητα – Gestalt>.

Με άλλα λόγια, «είναι το Πεδίο <Κοινότητα – Gestalt> πραγματικό ή ένας τρόπος να εξηγήσουμε την λειτουργία της κοινότητας»;

Είναι προφανές ότι αυτές οι δύο επιρροές στην κοινότητα της Gestalt παίζουν κεντρικό ρόλο στο σχηματισμό μορφής στο Πεδίο <κοινότητα – Gestalt> σήμερα, μοιάζει λοιπόν παράδοξο να πούμε: «είναι το Πεδίο κοινότητα – Gestalt πραγματικό ή ένας τρόπος να εξηγήσουμε την λειτουργία της κοινότητας»; Φαίνεται ότι είναι και τα τρία! Πιθανά να απορείτε πως ενώ μιλάμε για τους δύο πόλους της επιστημολογίας και οντολογίας να προκύπτει και κάτι τρίτο; Συνήθως έτσι δεν γίνεται και στην θεραπεία; Οι δύο πόλοι μαζί συστήνουν μία ολόκληρη μονάδα που ενοποιείται, μπορεί να ιδωθεί ως νέα μορφή.

Αίφνης τα δύο γίνονται τρία:

α. Ο τρόπος να εξηγήσουμε την λειτουργία, που εμπεριέχει αναγκαστικά αναλυτικά νοητικά σχήματα με τον κλασικό Νευτώνειο γραμμικό συλλογισμό της αιτίας και του αιτιατού Yontef (1993). Ως παράδειγμα αναφέρω τις γραμμές που διαβάζετε αυτήν την στιγμή

β. Η οντολογική υπόσταση της κοινότητας, μέσα στην οποία βρισκόμαστε, προερχόμαστε και διαρκώς αλληλεπιδρούμε, έτσι που η νοητική στάση, συμπεριφορά, μοιάζει να σχετίζεται με κάθε μεταβολή που συμβαίνει στο πεδίο – <κοινότητα – Gestalt>. Αυτός είναι ο μη νευτώνειος, μη γραμμικός(Yontef (1993)), ολιστικός τρόπος, που σχετίζεται περισσότερο με την αίσθηση και το βίωμα, παρά με τον συλλογισμό της μεθοδολογίας.

γ. Και τα παραπάνω δύο! Δηλαδή δομή και λειτουργία, το βίωμα και η αντίληψη για το ίδιο το βίωμα. Ή  όπως λέμε στην θεραπεία gestalt, περιεχόμενο και διαδικασία.

Επιχειρώντας να σταθώ και στις δυο πρώτες όψεις ταυτόχρονα προκύπτει η τρίτη που προανέφερα. Σκέφτομαι δηλαδή ότι, κάθε φορά που μιλώ ή γράφω για το πεδίο, ακριβώς επειδή έρχομαι από το Πεδίο και ταυτόχρονα βρίσκομαι μέσα σε αυτό ως μέρος του, γνωρίζω ότι δεν μιλώ κι ούτε γράφω για αυτό. Αλλά, μιλώ και γράφω για την αντίληψη που έχω για αυτό. Κάθε φορά λοιπόν, επιστημολογώ όταν περιγράφω το πεδίο που βιώνω στο όριο της επαφής(οντολογικό).

 Πιθανά, όλοι θα έχετε νιώσει στιγμές επαφής στο δωμάτιο της θεραπείας, οι οποίες διαλύονται ακριβώς την στιγμή που ρισκάρετε να τις περιγράψετε. Δεν μιλώ λοιπόν για το πεδίο, μιλώ για την αντίληψη που έχω για αυτό. Καθώς ποτέ δεν μπορώ να βρεθώ κάπου έξω και να το παρατηρήσω, να το περιγράψω, να το δείξω και να πω: «αυτό είναι». Εξάλλου ακόμη και υποθετικά, αν μπορούσα να πω «αυτό είναι», εκείνο έχει ήδη αλλάξει την ίδια στιγμή που το δείχνω και λέω «αυτό είναι». Έχει γίνει δηλαδή, διαφορετικό από αυτό που είπα ότι είναι. Η αρχή της απροσδιοριστίας ή αβεβαιότητας του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ(Werner Heisenberg), σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατο να μετρηθεί ταυτόχρονα και με ακρίβεια, ούτε πρακτικά, ούτε και θεωρητικά η θέση και ηταχύτητα, ή ορμή, ενός σωματίου, θαρρώ εξηγεί επαρκώς γιατί.

Συμπερασματικά, η αντίληψη που έχουμε για την πραγματικότητα και ο τρόπος να την εξηγήσουμε, είναι ένας τρόπος να την κατανοήσουμε, με όριο την ίδια την κατανόηση, δεν είναι όμως η πραγματικότητα (οντολογία).  Έπειτα προτείνουμε την αντίληψη που σχηματίσαμε με όριο την κατανόησή μας, ως μέθοδο εξήγησης (επιστημολογία). Είναι δηλαδή, άλλο πράγμα να ζει κανείς, κι άλλο να σκέφτεται και να περιγράφει πως είναι να ζει!

Συνεπώς, η μέθοδος εξήγησης των φαινομένων είναι ο επιστημολογικός τρόπος να περιγράψουμε, αυτό που ήδη ζει. Ζει και γίνεται αντιληπτό από τις συνέπειες της ύπαρξης του δηλαδή τα φαινόμενα. Ωστόσο δεν ερχόμαστε σε επαφή με το ζωντανό νόμο που δημιουργεί τα φαινόμενα, παρά μόνο με τα φαινόμενα! Π.χ. Αντιλαμβανόμαστε το φαινόμενο του βάρους και όχι με το πεδίο της βαρύτητας.

  • Το πεδίο και η επίγνωση

Ας ρισκάρουμε λοιπόν, να περιγράψουμε το πεδίο με τρόπο υπαρξιακό λέγοντας ότι :«Το πεδίο Είναι. Είναι και το μη είναι, αυτό δηλαδή που γεννιέται, που γίνεται από μη είναι, είναι.» Με άλλα λόγια, το Πεδίο υπάρχει (οντολογικό), υπάρχει και ως μη είναι, αυτό δηλαδή που δεν είναι στη σφαίρα της δικής μας αντίληψης, και γίνεται την δεδομένη στιγμή του χρόνου,αντιληπτό! Τότε, εμείς μπορούμε να πούμε Aha τώρα γεννήθηκε!

Η ανάδυση της μορφής ως επίγνωση, φέρνει σε ύπαρξη αυτό που πριν φαίνονταν ως μη υπαρκτό, δεν είναι άραγε, κάτι που το συναντούμε στην θεραπεία διαρκώς;

Ταυτόχρονα η μορφή της επίγνωσης και το φόντο είναι μέρη του Πεδίου. Μάλιστα, λέμε ιδανικά ότι η μορφή αναδύεται από το αδιαφοροποίητο φόντο.Η μορφή της επίγνωσης που είναι μέρος του Πεδίου επηρεάζει το πεδίο του θεραπευόμενου, με τρόπο που πιθανά να επιφέρει αλλαγές στη νοητική στάση και την συμπεριφορά. Επιπροσθέτως αξίζει εδώ να αναφέρουμε πως η επίγνωση του θεραπευόμενου αλλάζει και τον θεραπευτή, στιγμιαία και αποκαλυπτικά. Για παράδειγμα φανταστείτε τον πελάτη να σας απευθύνεται με τα παρακάτω λόγια: πίστευα ότι ήξερα τι είμαι και τι δεν είμαι, και μόλις τώρα καταλαβαίνω ότι καθώς με κοιτάζεις με αυτό το βλέμμα, διαρκώς γίνομαι! Δείτε τώρα, πως γίνεστε εσείς.

Με αυτήν την τελευταία βιωματική παραδοχή οφείλουμε να σκεφτούμε ότι πιθανά δεν είμαστε μόνο φορείς εσωτερικών δυνάμεων και συγκρούσεων κατά τον lewin, αλλά «συμπυκνώσεις» ενός ζωντανού ελαστικού πεδίου (πεδίο θεραπευτή – πελάτη) που ως συμπυκνώσεις παίρνουν μορφή σε αυτό που λέμε Εσύ και Εγώ.

Εγώ και Εσύ γινόμαστε την κάθε στιγμή, η επίγνωση είναι που διευρύνει την αντίληψη του ρέοντος Εαυτού, κι ας έχουμε έπειτα μια νέα εικόνα που πάλι παραπέμπει σε δομή, για χάριν της αντίληψης μας.

Παραφράζοντας τον Καρτέσιο, θα λέγαμε σχετίζομαι, άρα υπάρχω! Αφού η ύπαρξη προϋποθέτει τη σχέση. Τίποτε εξάλλου δεν υπάρχει εν κενώ, ακόμη και αυτό το τίποτα ετερο-προσδιορίζεται από το υπαρκτό.

  • Η λειτουργία της αντίληψης, εγώ και αυτό

Η αντίληψή μας είναι μια λειτουργία του Νου, η ανοιχτότητα προς τον κόσμο (McDowell, 1994: 111). Φαίνεται ευκολότερο να αντιλαμβανόμαστε την δομή ενός αντικειμένου παρά την ίδια την λειτουργία της αντίληψής μας κατά την διαδικασία της παρατήρησης. Βλέπουμε ένα κόκκινο μήλο και έχουμε το χρόνο να σταθούμε, να το μετρήσουμε, να το αγγίξουμε, να το ονομάσουμε ως προς τις ιδιότητές του.  Και ενώ αυτό στέκεται στο τραπέζι, μας εμφανίζεται, μας φανερώνεται μια όψη. Η όψη αυτή παρουσιάζεται στις αισθήσεις μας, κάθε περιγραφή της αντιληπτικής εμπειρίας ωστόσο, είναι η διαδικασία κατά την οποία στρεφόμαστε «εντός» Crane (2011), για να φανταστούμε τις όψεις του που απουσιάζουν και το καθιστούν ολόκληρο. Έτσι, η αίσθηση της παρουσίας του μήλου ως κάτι ολόκληρο, αποτελεί συστατικό της δικής μας αντιληπτικής εμπειρίας.

Με λίγα λόγια η ολόκληρη παρουσία έγκειται στην απουσία, που συμπληρώνεται από εμάς. Η αντίληψη μπορεί να είναι ενεργητική, δηλαδή να το πιάσουμε, να το μυρίσουμε, να το δούμε από όλες του τις πλευρές. Ωστόσο, το έμψυχο σώμα (Leib, Χούσερλ)  γίνεται το ίδιο ο φορέας της αντίληψης, με τρόπο που το σώμα μας αποτελεί σύστοιχο της ίδιας της εμπειρίας. Αυτό σημαίνει ότι η αντιληπτική μας λειτουργία είναι που παρουσιάζει κάτι αντικειμενικά, (προσβάσιμο σε όλους και σε κοινή θέα) ως κάτι εξωτερικό από εμένα. Και επομένως εγώ γίνομαι ξεχωριστός από ότι υπάρχει «εκεί έξω».

Η αντικειμενικότητα (ως κοινόν είναι) λοιπόν, πηγάζει από τη συνεχή αλληλεπίδραση υποκειμένων (από την δια-υποκειμενικότητα), αφού για να γίνει αντιληπτή ως αντικειμενικότητα, προϋποθέτει την στροφή «εντός» μου για να περιγράψουμε την εμπειρία, όπως είπαμε παραπάνω. Εδώ, ωστόσο, χρειάζεται να διευκρινίσω κάτι σημαντικό: όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι  εμείς είμαστε που δημιουργούμε την πραγματικότητα, συζητούμε και διερευνούμε την αντικειμενικότητα και την υποκειμενικότητα της εμπειρίας.

  • Η λειτουργία της αντίληψης, εγώ και εσύ

Αυτά όλα για ένα μήλο, ας σκεφτούμε λοιπόν τι γίνεται όταν δεν έχουμε μπροστά μας ένα μήλο, αλλά έναν άνθρωπο. Τα πράγματα περιπλέκονται. Όπως λέει ο Χούσερλ ο άνθρωπος μας παρουσιάζεται με «σάρκα και οστά» ωστόσο δεν μας παρουσιάζεται ολόκληρος, μαζί με τα βιώματά του. Δεν παρουσιάζεται ολόκληρο το φαινομενολογικό του Πεδίο, παρά η συμπυκνωμένη μορφή του φαινομενολογικού Πεδίου στο πρόσωπο, την στιγμή εδώ και τώρα της συνάντησης. Παρουσιάζεται σ’ εμάς μόνο το πώς το φαινομενολογικό του Πεδίο, συμπτύσσεται στο πρόσωπο του άλλου που μας εμφανίζεται όπως μας εμφανίζεται τη στιγμή της συνάντησης.

Δηλαδή νοητικές στάσεις, συμπεριφορά, επιθυμίες, αναμνήσεις, φόβοι κι ελπίδες, μένουν μη προσβάσιμες σε εμάς. Ας υποθέσουμε ότι η παρουσία ήταν ολόκληρη με τρόπο που να ήταν απόλυτα προσβάσιμη σε εμάς. Δηλαδή ολόκληρο το φαινομενολογικό πεδίο του άλλου, κάθε σκέψη, νοητική στάση, αναμνήσεις, επιθυμίες κλπ, να ήταν προσβάσιμα σε εμάς, τότε ο άλλος δεν θα ήταν ο άλλος, αλλά ο άλλος θα ήμουν εγώ. Ο άλλος παρουσιάζεται ως κάτι που δεν μπορεί να γίνει πλήρως  προσβάσιμο σε εμένα. Η ετερότητα του άλλου, αυτό που τον κάνει να είναι πράγματι άλλος και όχι εγώ αφού δεν μου δίδεται άμεσα, θα πρέπει να μου δίδεται με έναν έμμεσο τρόπο:

                Πρόκειται, λοιπόν, για ένα είδος αποβλεπτικότητας που καθιστά κάτι συν-παρόν, ένα είδος συμπαρουσίασης. (Husserl 2002: 159 [139]) (αποβλεπτικότητα: για την μετάφραση intentionality, η τάση που ενεδρεύει διαρκώς μέσα μου, να δίνω αντικειμενικότητα)

  • συμπαρουσίαση

Εδώ θα επιχειρήσουμε να αντιληφθούμε αυτό που λέει ο Χούσερλ. Βλέπουμε τον άλλον εκκινώντας από το δικό μας έμψυχο σώμα, τον δικό μας οργανισμό, τον δικό μας εαυτό, που είναι ένα ανοιχτό σύστημα αλλεπάλληλων επαφών. Βλέπουμε με τα μάτια μας και ακούμε με τα αυτιά μας. Βλέπουμε κι ακούμε ένα άλλο σώμα που ομοιάζει με το δικό μας. Συντελείται αυτόματα η νοητική μεταφορά ότι, αφού ο άλλος έχει σώμα όπως και εμείς τότε είναι κι αυτός έμψυχος οργανισμός, ένας άλλος εαυτός. Αυτή η νοητική μεταφορά δεν είναι μία σκέψη ενεργητική, δίδεται αυτόματα καθώς έχει προχορηγηθεί ως πρωταρχική αντίληψη από τις πρώτες στιγμές της ζωής μας με τρόπο παθητικό. Σημειωτέον εδώ, ότι με τον τρόπο που εμείς αντιλαμβανόμαστε τον άλλον, έτσι αυτός ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται κι εμάς. Η εμπειρία του ενός, θα δούμε ότι είναι σύστοιχο της εμπειρίας του άλλου. Ακόμη ωστόσο μέσω της αναλογικής μεταφοράς, ότι δηλαδή βλέπω ένα σώμα σαν το δικό μου, δεν έχει φανερωθεί σε εμένα η ετερότητα του άλλου. Η ετερότητα εμφανίζεται μόνο μέσα από την συμπεριφορά. Μέχρι εδώ είδαμε τα στοιχεία που συμπαρουσιάζονται, μένει να δούμε πως συγκροτείται η εμπειρία ενός άλλου.

Όπως όλα στην αντίληψή μας εμφανίζονται σε μια ενότητα, για παράδειγμα, η μουσική στο δωμάτιο με τον θόρυβο της πόλης. Έτσι και ο άλλος μου δίδεται ως ενότητα, δομικά στοιχεία (π.χ. χαρακτηριστικά προσώπου) και στοιχεία εν δυνάμει, αυτά που δεν έχουν κάνει ακόμη την εμφάνισή τους.  Πρέπει, συγκεκριμένα, να εξετάσουμε πως κατανοούμε τον άλλο, και πως αλλιώς να γίνει από το να κατανοήσουμε αναλογικά σε σχέση με εμάς τα εν δυνάμει στοιχεία του; Πως αλλιώς να συγκροτηθεί η εμπειρία ενός άλλου, παρά μόνο αν αντιληπτικά μετακινηθώ. (Η θεωρία της συναίσθησης αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο βιώνω ένα άλλο ένσαρκο υποκείμενο (Husserl 2002: 135 [123-124]))

Εκκινούμε από την θέση μας «εδώ» για να πάμε «εκεί». Νοητικά να δούμε μέσα από τα μάτια του άλλου από «εκεί» που γίνεται «εδώ», το δικό μας προηγούμενο «εδώ» που τώρα γίνεται «εκεί». Πηγαίνοντας λοιπόν «εκεί», γίνεται τώρα «εδώ» και μπορώ να δω το δικό του «εδώ» αναλογικά, αντικειμενοποιώντας (ότι είναι δηλαδή, ένας άλλος) και τα εν δυνάμει στοιχεία του άλλου, πως είναι να βλέπει, να σκέφτεται, να νιώθει. Σημειώνουμε ότι πρόκειται για μια αναλογική μεταφορά, καθώς το σημείο της δικής του εκκίνησης εν τέλει το ορίζει μόνο αυτός. Εμείς ποτέ δεν μπορούμε να γίνουμε ο άλλος. Αν υποθέταμε ότι μπορούσαμε να γίνουμε ο άλλος μέσω της φανταστικής μετακίνησης, αυτό θα ήταν ένας φανταστικός άλλος, κι όχι ο άλλος.

  • Υποκειμενικότητα και αντικειμενικότητα

Συνήθως λέμε, αυτή είναι η δική μου εμπειρία του κόσμου και εκείνη είναι η εμπειρία του κόσμου που έχει ο άλλος. Πράγματι, αυτή η εμπειρία του κόσμου είναι υποκειμενική. Για να διακρίνω όμως αυτήν την διαφοροποίηση της δικής μου εμπειρίας από την εμπειρία του άλλου, έχει προηγηθεί η συγκρότηση της εμπειρίας μου με τον άλλο. Επομένως η διυποκειμενικότητα είναι ήδη και διαρκώς σε λειτουργία. Εξάλλου το παράδειγμα της αναλογικής μεταφοράς μας έδειξε τελικά ότι, ήδη προϋποτίθεται η διυποκειμενικότητα σε κάθε απόπειρα να περιγράψουμε την δική μας εμπειρία με τον άλλο (ή αλλιώς η εμπειρία του άλλου στην σφαίρα της δικής μου εμμένειας,). Έτσι λοιπόν, όταν περιγράφουμε την δική μας εμπειρία του κόσμου, ταυτόχρονα διαφοροποιούμαστε από οποιοδήποτε άλλον. Η διαφοροποίηση προϋποθέτει την εμπειρία με τον άλλο ως άλλον, προϋποθέτει την διυποκειμενικότητα που λειτουργεί ως υπόστρωμα της εμπειρίας. Ενώ η αντίληψη που έχουμε για την εμπειρία αυτή είναι είτε υποκειμενική, είτε αντικειμενική.

Για παράδειγμα, ας δοκιμάσουμε το νοητικό πείραμα του Χούσερλ:

Λέμε συχνά, η εμπειρία είναι υποκειμενική. Ας σταθούμε ένα λεπτό, αν ήταν πράγματι υποκειμενική τότε ότι αντιλαμβάνομαι δεν θα είχε δημόσιο χαρακτήρα. Δηλαδή ο κόσμος που αντιλαμβάνομαι δεν θα μπορούσε να επαληθευτεί από κανένα άλλο παρά μόνο από εμένα, μόνο εγώ μπορώ να επαληθεύσω αφού η εμπειρία είναι υποκειμενική. Ένα τέτοιο αντιληπτικό περιβάλλον θα ήταν ένα εγώ χωρίς εσένα, αφού για να υπάρξεις εσύ θα πρέπει να γίνεις εγώ, αφού μόνο εγώ μπορώ να επαληθεύσω. Συνηθίζουμε να μιλάμε για υποκειμενικότητα, χωρίς πολλές φορές να έχουμε επίγνωση ότι κάθε φορά που προσδιορίζουμε κάτι υποκειμενικό ταυτόχρονα η αντικειμενικότητα που φαίνεται να απουσιάζει είναι παρούσα δια της απουσίας της. Δεν μπορούμε να μιλάμε για υποκειμενικότητα χωρίς αντικειμενικότητα. Αυτές οι δύο καταστάσεις αντίληψης φαίνεται να είναι επιγενέσεις της πανταχού παρούσας κι ανεπίγνωστης διιυποκειμενικότητας που ως λειτουργόν ζωντανό πεδίο, παίρνει τις μορφές της υποκειμενικότητας και της αντικειμενικότητας, στηρίζοντας την αντιληπτική εμπειρία.

  • Στο δωμάτιο της θεραπείας

Ας δούμε τώρα τι πιθανά συμβαίνει στο δωμάτιο της θεραπείας με τον άλλο, ας υποθέσουμε κατά την φάση της διάγνωσης.

Συνηθίζω να λέω ότι κάθε σταθερά επαναλαμβανόμενη λειτουργία δημιουργεί δομή. Επομένως οι δομές είναι «συμπυκνώματα» επιγένεσης σταθερά επαναλαμβανόμενων λειτουργιών. Αρκεί να περπατήσει κάποιος σε ένα φρεσκο-οργωμένο χωράφι, ξανά και ξανά. Το μονοπάτι που έχει φτιάξει, συνήθως χωρίς επίγνωση, είναι επιγένεση της σταθερά επαναλαμβανόμενης λειτουργίας του βαδίσματος. Έπειτα αυτή η δομή ως υπόστρωμα στηρίζει την λειτουργία ξανά και ξανά, ως έξη.

Ο θεραπευτής έχει μελετήσει το DSM, ICD, ξέρει να διακρίνει και να ταξινομεί. Γνωρίζει τι είναι π.χ. οριακή προσωπικότητα. Το νόημα οριακότητα μεταφέρεται παθητικά και υπάρχει στην αντίληψή του, τι σημαίνει οριακότητα. Το φόντο του θεραπευτή ήδη δεν είναι αδιαφοροποίητο. Ο θεραπευτής βλέπει τον πελάτη. Ο πελάτης παρουσιάζεται στον θεραπευτή ως ενότητα όλων των στοιχείων του. Ο θεραπευτής βλέπει στον πελάτη αυτό που ήδη γνωρίζει, βλέπει στον πελάτη στοιχεία. Ο θεραπευτής στρέφεται εντός του. Αναρρωτιέται, τι συναντώ εδώ, και τι γνωρίζω για αυτό; Εσείς, τι λέτε  να συμβεί; Είναι προφανές. Έτσι, συνήθως συμβαίνει όταν αυτός που «λείπει» από το δωμάτιο της θεραπείας είναι ο θεραπευτής.

Θυμίζω ότι η μορφή που παρουσιάζεται (οριακότητα) είναι η μορφή που βλέπω, και η εμφάνισή της δεν είναι καθόλου άσχετη με μένα. Επίσης προσθέτω ότι ενώ λέμε ότι για να σχηματιστεί καθαρή, γνήσια μορφή χρειάζεται ένα αδιαφοροποίητο φόντο, το φόντο του θεραπευτή όπως και του πελάτη είναι ήδη προ-διαφοροποιημένο, και πολλές φορές δομημένο από τις αντιλήψεις που έχουμε συγκροτήσει, αντιλήψεις που έχουν προχορηγηθεί. Θα αναδυθεί η παγιωμένη μορφή, η συγκροτημένη δομή από την σταθερά επαναλαμβανόμενη λειτουργία. Αλήθεια, τι έχει συμβεί ανάμεσα για να προκύψει η μορφή; Άραγε το πεδίο θεραπευτή – πελάτη τι μορφή έχει πάρει; Πως έχει πάρει αυτή τη μορφή; Πως συμμετέχουμε κι δυο, με ποιον τρόπο; Έτσι προτρέπω να αναρωτηθούμε, τα εξής κατά την διάγνωση:

Ποιος βλέπει;

Ποιον;

Τι μου συμβαίνει με τον τρόπο που βλέπω, τώρα;

Το πως παρουσιάζεται ο άλλος, δηλαδή ο τρόπος που εμφανίζεται, πως σχετίζεται με τον τρόπο που εμφανίζομαι, αυτή τη στιγμή;

Ο τρόπος που βλέπω πως διαμορφώνει τον άλλον στα μάτια μου;

Είμαι εγώ ο άνθρωπος που βλέπει έναν άλλο άνθρωπο;

Εν τέλει, μπορώ να ψελλίσω χωρίς δισταγμό, εδώ και τώρα Εγώ είμαι;

Ας είμαστε ειλικρινείς, το Πεδίο είναι παρών και εκδηλώνεται στο παρόν στα όρια της επαφής!  Το πεδίο είναι η διαδικασία της επαφής που συμβαίνει εδώ και τώρα (Margherita SPAGNUOLO LOBB 2001).

Επομένως το ερώτημα γίνεται ποιο είναι το πεδίο που έχουμε συν-δημιουργήσει με τον θεραπευόμενο; Ποια είναι η αίσθησή μου για αυτό; Είναι βαρύ, ελαφρύ, έντονο, ρυθμικό, άτονο; Μυρίζει φόβο; ενοχή; θυμό; τι; Πως σχετίζεται αυτή η αίσθηση με όλα όσα συμβαίνουν στο δωμάτιο; Τελικά ποιον βλέπω μπροστά μου; Πως δημιουργείται αυτή η μορφή;

  • Το Πεδίο δημιουργεί τις μορφές

Με όλα τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι ανεπίγνωστα γινόμαστε φορείς δυνάμεων του πεδίου που «συμπυκνώνεται» σε ένα Εσύ και ένα Εγώ! Με λίγα λόγια το Πεδίο δημιουργεί τις μορφές. Κι όπως οι μορφές εναλλάσονται, διαρκώς γίνονται, εσύ γίνεσαι και γω γίνομαι, γιατί εγώ χωρίς εσένα δεν είμαι. Φαίνεται ίσως κάπως ποιητικό αυτό, όμως κυριολεχτικά δεν είμαι, αφού εσύ είσαι το σύστοιχο της κάθε αντιληπτικής μου εμπειρίας, με τρόπο που γίνομαι, αυτό που λέω ότι Είμαι.

Ας ρισκάρουμε μία φορά ακόμη να περιγράψουμε το πεδίο με διαφορετικό τρόπο, από ότι πριν: Το Πεδίο είναι παρών, (για τη μετάφραση:όχι απλώς παρόν), εκδηλώνεται σε μία καθαρή μορφή από την επίγνωση της ανάγκης που δημιουργεί η συνεχής κίνηση εντός του. (Ενώ το ίδιο παραμένει Ακίνητο*)

 Θα δοκιμάσουμε να εξηγήσουμε την παραπάνω περιγραφή με ένα κλασικό παράδειγμα που χρησιμοποιείται στην εκπαίδευση της ψυχοθεραπείας Gestalt. Συνηθίζουμε να λέμε ότι η αίσθηση της πείνας οδηγεί στην επίγνωση της ανάγκης και το σχηματισμό της καθαρής μορφής που θα μας οδηγήσει στο ψυγείο μας. Πράγματι η επίγνωση της ανάγκηςδημιουργεί την μορφή.Ας σταθούμε ωστόσο λίγο ακόμη, η ανάγκη δημιουργεί τις μορφές, τι και πως δημιουργεί την ανάγκη, της οποίας η επίγνωση θα δημιουργήσει την μορφή;

Στο παράδειγμά μας τι άλλο είναι από το πεδίο οργανισμός/ περιβάλλον; Τι άλλο είναι από την ομοιοστατική λειτουργία του οργανισμού ως ένα ανοιχτό λειτουργικό σύστημα που τείνει να αυτό-ρυθμιστεί μέσω των δυναμικών πολλαπλών λειτουργιών του; Και δημιουργικά να προσαρμοστεί;

Βλέπετε; Εδώ συνήθως μιλάμε για τις λειτουργίες του οργανισμού σα να είναι ανεξάρτητος από το περιβάλλον. Ξεχνούμε το περιβάλλον, χωρίς αυτό δεν έχουμε οργανισμό, δεν έχουμε ανοιχτό σύστημα. Έτσι η λειτουργία, μπορεί για την αντίληψή μας να είναι λειτουργία του οργανισμού, ωστόσο είναι λειτουργία του πεδίου οργανισμού/περιβάλλοντος, αφού  αν ο οργανισμός δεν εισέπνεε το οξυγόνο του περιβάλλοντος τίποτε δεν θα συνέβαινε. Η διαρκής κίνηση του πεδίου οργανισμού/περιβάλλοντος, δημιουργεί την ανάγκη, η επίγνωσή της ανάγκης δημιουργεί την μορφή που θα μας οδηγήσει στο ψυγείο μας και κάπως έτσι για το παράδειγμά μας, το πεδίο δημιουργεί τις μορφές.

Επομένως όταν λέμε, ο πελάτης κάνει μορφή, ή κάνω μορφή, οπωσδήποτε εγώ, εσύ, αυτός κάνει. Πιθανά όμως την ίδια στιγμή να συμβαίνουν πολλά περισσότερα πράγματα στο φόντο που στηρίζει τη μορφή. Η επίγνωση της ανάγκης μας για μετακίνηση μας ώθησε να κατασκευάσουμε το πανί, ο αέρας όμως ήταν εκεί πάντα.

Συμφωνούμε λοιπόν, ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για αντίληψη χωρίς να μιλάμε για μορφή και δεν μπορούμε να μιλάμε για μορφή χωρίς να αναφερθούμε στο πεδίο;

Και τώρα ας αναρωτηθούμε, μπορούμε να δούμε κάθε φορά κάτι καινούργιο σε αυτό που κοιτούσαμε μόλις πριν; Μπορούμε να δούμε κάτι καινούργιο στον πελάτη που κοιτούσαμε μόλις πριν; Ή καλύτερα, κάθε φορά που βλέπουμε κάτι καινούργιο σε αυτόν που κοιτούσαμε μόλις πριν, βιώνουμε το Πεδίο που ρέει..

Πριν αναφεράμε: Αν επιβεβαιώνουμε, με τον τρόπο που σκεφτόμαστε, αυτό που ήδη γνωρίζουμε, πως θα αντιληφθούμε κάτι καινούργιο;

Η απάντηση πιθανά να κρύβεται στην παρακάτω προτροπή, ενθαρρύνοντας τους πελάτες μας να σταθούμε μαζί στην εύλογη απορία: Άραγε τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή, εδώ και τώρα και για τους δυο μας;

Για την  διάγνωση, η gestalt μας παρέχει τον αυθεντικό, επαναστατικό, δυναμικό και ανθρώπινο τρόπο να είμαστε εδώ μαζί, παρατηρώντας μαζί με τον πελάτη, τι συμβαίνει εδώ και τώρα. Επιτρέποντας στον πελάτη να κάνει «διάγνωση», συνειδητοποιώντας πως συμμετέχει στη σχέση, με ποιο τρόπο έρχεται στην επαφή, όπου τα μοτίβα φανερώνονται ως φαινόμενα! Φαινόμενα που απορρέουν από την λειτουργία του πεδίου (οργανισμού-περιβάλλοντος). Φαινόμενα που στηρίζονται σε επιγενέσεις από την σταθερά επαναλαμβανόμενη λειτουργία, δηλαδή σε αντιληπτικές δομές!

*Ακίνητο πεδίο. Τα πάντα ρέουν, ωστόσο ρέουν πάντα. Η φύση του Πεδίου είναι η διαρκής ροή, η εναλλαγή των μορφών. Το γεγονός ότι τα πάντα ρέουν δεν αλλάζει, ρέουν πάντα! Συνήθως εστιάζουμε στις μορφές που διαδέχονται η μία την άλλη, εδώ εστιάζουμε στην διαδικασία της διαδοχής που μένει πάντα σταθερή και επομένως ακίνητη! Το Είναι του Πεδίου είναι το διαρκές γίγνεσθαι. Η διαδικασία της αλλαγής δεν αλλάζει. Για παράδειγμα σκεφτείται πως, και πόσο, μέσα στην διάρκεια του χρόνου αλλάζετε, ήσασταν νήπιο, παιδί, έφηβος, ενήλικας, όμως όταν αναφέρεστε σε εσάς νοείται πάντα τον ίδιο άνθρωπο!